- οδοντοπρόφερτος
- -η, -οαυτός που προφέρεται με τη βοήθεια των δοντιών, αλλ. οδοντόφωνος ή οδοντικός: Οδοντοπρόφερτα σύμφωνα είναι τα τ, δ, θ, d.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.